- παρατέμνω
- Α1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῑ καὶ τοῡ σώματος αὐτοῡ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῡ παντός», Αριστείο.)3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.)4. κόβω εσφαλμένα, κάνω λάθος κατά την κοπή («οὐκ ἔστι γὰρ οὔτε παρατέμνειν οὔτε πλεῑον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).
Dictionary of Greek. 2013.