παρατέμνω

παρατέμνω
Α
1. κόβω από τα πλάγια ή κατά μήκος ή κατά τα άκρα
2. (με γεν. διαιρ.) κόβω ένα μέρος από κάτι («δεῑ καὶ τοῡ σώματος αὐτοῡ παρατέμνειν ὑπὲρ σωτηρίας τοῡ παντός», Αριστείο.)
3. κόβω λοξά («ξύλα παρατετμημένα», επιγρ.)
4. κόβω εσφαλμένα, κάνω λάθος κατά την κοπή («οὐκ ἔστι γὰρ οὔτε παρατέμνειν οὔτε πλεῑον τῶν τεταγμένων», Θεόφρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παράτομος — ον, Α [παρατέμνω] (για ρυτίδες) ο σχηματισμένος λοξά, πλάγια …   Dictionary of Greek

  • παρατμήγω — Α (κατά τον Ησύχ.) «παρατέμνω, καταστρέφω» και «παρέτμηξεν ἐξηφάνισεν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τμήγω «τέμνω, κόπτω, σχίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παρατομή — ἡ, Α [παρατέμνω] 1. πλάγια, λοξή τομή σε βράχο, αποκοπή ενός τμήματος του 2. μτφ. τμήμα μιας περιοχής, περιοχή, συνοικία …   Dictionary of Greek

  • τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”